- σύρομαι
- σύ̱ρομαι , σύρωdrawaor subj mid 1st sg (epic)σύ̱ρομαι , σύρωdrawpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύρομαι — σύρομαι, σύρθηκα, συρμένος βλ. πίν. 218 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek
αντισπώ — ἀντισπῶ ( άω) (Α) 1. έλκω, σύρω κάποιον προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω 2. παρασύρω, κατευθύνω προς κάτι άλλο 3. ( ώμαι) εμποδίζομαι, σύρομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση 4. έλκω προς τον εαυτό μου 5. έλκω προς το μέρος μου, προσελκύω 6.… … Dictionary of Greek
επικατασπώ — ἐπικατασπῶ, άω (Α) 1. τραβώ, σύρω προς τα κάτω κατόπιν 2. παθ. ἐπικατασπῶμαι, άομαι σύρομαι μέσα κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασπώ «σύρω δυνατά»] … Dictionary of Greek
εφελίσσω — ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*) 1. περιτυλίγω 2. μέσ. ἐφελίσσομαι σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον 3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω] … Dictionary of Greek
μαλλιοτραβώ — και μαλλοτραβῶ, άω 1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί») 2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και ιούμαι σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά … Dictionary of Greek
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek
προσσύρω — Α 1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου 2. μέσ. προσσύρομαι σύρομαι προς μια κατεύθυνση … Dictionary of Greek
ράμπα — η, Ν 1. (θέατρ.) η σειρά τών φώτων σε όλο το πλάτος τού προσκηνίου, από τις δύο μεριές τού υποβολείου 2. τεχνολ. κεκλιμένο επίπεδο, τοποθετημένο έτσι που να επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ δύο οριζόντιων επιπέδων, όταν αυτά βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek
ρυσιάζω — και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α [ῥύσιον / ῥύτιον] 1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ 2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.) 3. παθ. ῥυσιάζομαι (στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία 4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.)… … Dictionary of Greek